- Κοινή Αγορά
- Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Ηλιού, Ηλίας — (Λήμνος 1904 – Αθήνα 1985).Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική κίνηση της εποχής του και στις εκλογές του 1932… … Dictionary of Greek
Μακμίλαν, Χάρολντ — (Harold Macmillan, Λονδίνο 1894 – 1986). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1957 64). Ήταν γόνος οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης και σπούδασε στο περίφημο Ίτον και στην Οξφόρδη. Το 1924 έγινε μέλος της Βουλής των… … Dictionary of Greek
Ντε Γκολ, Σαρλ Αντρέ — (Charles Andre Joseph Marie De Gaulle, Λίλ 1890 – Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ 1970). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Γαλλίας. Μαθητής και αργότερα καθηγητής της στρατιωτικής ιστορίας… … Dictionary of Greek
Πομπιντού, Ζορζ — (Pompidou, Μονμπουντίφ, Καντάλ 1911 – Παρίσι 1974). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία και δίδαξε στη Μασσαλία και στο Παρίσι. Υπολοχαγός του πεζικού στο B΄ Παγκόσμιο πόλεμο, έλαβε ενεργό μέρος στην Αντίσταση. Το 1944 κέρδισε την εκτίμηση του… … Dictionary of Greek
σχετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με κάτι, συναφής: Συζήτησαν τα προβλήματα τα σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Κοινή Αγορά. 2. όχι πολύς, μέτριος: Εξασφάλισε σχετική ευημερία. 3. όχι απόλυτος: Η αλήθεια είναι σχετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek